Τα παιδιά από μικρή ηλικία μαθαίνουν στιχάκια, συνηθίζουν στη ρυθμική απαγγελία, που προκύπτει αβίαστα από τον τονισμό των λέξεων και τον παλμό της ομοιοκαταληξίας. Ο ρυθμός του λόγου, η επανάληψη, οι διακυμάνσεις στην ένταση της φωνής, η επιβράδυνση και επιτάχυνση λέξεων η έμφαση στην εκφορά των λέξεων, μας παραπέμπουν στις μουσικές έννοιες του μέτρου, των ρυθμικών σχημάτων, της δυναμικής, του τόνου, της δομής. Απ’ αυτήν την άποψη το τραγούδι μπορεί να είναι: με συνοδεία οργάνων, χωρίς συνοδεία οργάνων (όπως συμβαίνει με τη Βυζαντινή μουσική), με λόγια (δηλαδή στίχους), αλλά και χωρίς λόγια όπου η φωνή τραγουδάει μόνο μια μελωδία σαν ένα μουσικό όργανο, χορωδιακό τραγούδι όπου πολλές φωνές τραγουδούν μαζί, τραγούδια που τα λένε χορεύοντας ή παίζοντας θέατρο (όπως συμβαίνει στην όπερα) κ.α.
Είναι ευρέως γνωστό ότι ο ρόλος της μουσικής είναι πολυσήμαντος καθόσον συνδράμει στην πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Το ποσοστό της ωφέλειας όπως αυτή προκύπτει από την ενόργανη είναι 30% ενώ για την φωνητική είναι 70%. Η αναντιστοιχία ανέκυψε διότι στην παραγωγή φωνητικής μουσικής, ο άνθρωπος διαδραματίζει το διττό ρόλο τόσο του πομπού όσο και του δέκτη. Συνεπώς κανείς δεν πρέπει να στερείται των ωφελειών που προσφέρει το τραγούδι, εφόσον συμβάλει τα μέγιστα για την συναισθηματική ισορροπία του ατόμου.
Η ευθύνη των παιδαγωγών αυξάνει δεδομένου του γεγονότος ότι το να τραγουδά κάποιος σωστά τις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποτελεί θείο δώρο ή φυσικό χάρισμα, αλλά είναι απόρροια συστηματικής και σωστής φωνητικής αγωγής. Το ποσοστό των ανθρώπων που δεν θα κατορθώσουν ποτέ να τραγουδήσουν σωστά κυμαίνεται μεταξύ του 4 – 5% και αφορά άτομα, τα οποία έχουν κάποιο ανατομικό πρόβλημα εκ γενετής ή επίκτητο στα όργανα, που συνδράμουν για την παραγωγή της φωνής. Επομένως όταν έχουμε αποκλείσει την ύπαρξη κάποιου παθολογοανατομικού προβλήματος, εξαιτίας του οποίου να ανακύπτει η παραφωνία, τότε συμπεραίνουμε ότι είναι απότοκος της κακής αγωγής της φωνής κατά τη διάρκεια της νηπιακής και παιδικής ηλικίας.
Στο σημείο αυτό θα εξετάσουμε περιπτώσεις που λαμβάνουν χώρα στα νηπιαγωγεία εξαιτίας των οποίων δεν συντελείται σωστή φωνητική αγωγή :
- Τα παιδιά από αυτή την ηλικία ή ακόμη και νωρίτερα λαμβάνουν συστηματική μουσική εκπαίδευση, που εμπεριέχεται στο προβλεπόμενο αναλυτικό πρόγραμμα. Από τις βασικές έννοιες που διδάσκονται είναι η διάκριση μεταξύ μεγαλύτερου και μικρότερου, αλλά και του πάνω και κάτω μέσω συναφών ασκήσεων και δραστηριοτήτων. Αναφορικά με το τραγούδι, που αρχίζει να διδάσκεται σχεδόν από τις πρώτες μέρες, είναι συνήθως ήχοι μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας, που άλλοι βρίσκονται «ψηλά» και άλλοι «χαμηλά». Τα παιδιά «παίζουν» με αυτούς και σχηματίζουν μελωδίες, δηλαδή συνθέτουν τραγούδια. Παράλληλα είθισται να ζητείται από τα παιδιά να μιμηθούν παιχνιδίσματα ήχων, χρισημοποιώντας τη φωνή τους, χωρίς όμως να τους έχουν δοθεί περετέρω εξηγήσεις για το πως μπορεί να γίνει αυτό, σωστά. Επομένως αν η διάκριση και κατανόηση των όρων πάνω – κάτω, μικρό – μεγάλο απαιτούν αγωγή με βιωματικές ασκήσεις για να γίνουν αντιληπτοί από τα παιδιά, πόσο μάλλον αν προσπαθούμε να εφαρμόσουμε αυτές τις έννοιες στη φωνή τους. Διότι η επαφή του παιδιού με αυτές μέσω του τραγουδιού γίνεται μόνο ακουστικά, άρα καθιστά την κατανόησή τους ακόμη πιο δύσκολη.
- Η φωνή των παιδιών ακολουθά εξελικτική πορεία παρόμοια με αυτή του σώματος και του πνεύματος τους. Κατά τη νηπιακή ηλικία τα παιδιά αποδίδουν τραγούδια έκτασης 5-6 φθόγγων. Σε περίπτωση που η παιδαγωγός τους δώσει να τραγουδήσουν τραγούδια μεγαλύτερης φωνητικής έκτασης, είναι αναμενόμενο ότι θα οδηγηθούν σε παραφωνία. Αυτό θα διαιωνιστεί αν συνεχιστεί αυτή η τακτική, με αποτέλεσμα τα παιδιά να αποκτήσουν κακή αρμονική σχέση και να θεωρούν φυσική την παραφωνία τους εφόσον δεν θα μπορούν να αντιληφθούν τη διαφορά.
- Πιο συγκεκριμένα το ακουστικό σύστημα των παιδιών εξελίσσεται διαρκώς και μέχρι την ηλικία των 5 ετών αδυνατούν να διακρίνουν τις μικρές αποστάσεις μεταξύ των ήχων. Άρα αν η παιδαγωγός επιλέξει τραγούδια με ημιτόνια, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγηθούν τα παιδιά στην παραφωνία.
- Αν τα επιλεγόμενα παιδικά τραγούδια έχουν πολλούς στίχους τότε τα παιδιά ρίχνουν βαρύτητα στην απομνημόνευση των στίχων και όχι στο παραγόμενο ηχητικό αποτέλεσμα.
Συνεπώς οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή της παιδικής φωνής είναι διδακτέα και επιτυγχάνεται με την εκμάθηση τραγουδιών, που συνάδουν με τις φωνητικές δυνατότητες των παιδιών αλλά και την προσέγγιση τραγουδιών, που θα γίνεται όχι μόνο ακουστικά αλλά με τη συμβολή όλων των αισθήσεων.